άλουστος — η, ο αυτός που δε λούστηκε, άπλυτος: Ήμασταν δυο μήνες άλουστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλουτος — ἄλουτος, ον (Α) ο άλουστος, ο άπλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *λούω ( ομαι). ΠΑΡ. αρχ. ἀλουτία, ἀλουτῶ (αρχ. νεοελλ.) αλουσία] … Dictionary of Greek
άλουτρος — η, ο [λουτρό] άλουστος, αμπανιάριστος … Dictionary of Greek
αλουτώ — ἀλουτῶ ( έω) (Α) [ἄλουτος] είμαι άλουστος, μένω χωρίς λουτρό … Dictionary of Greek
ανάλουστος — η, ο ο άλουστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λούζω] … Dictionary of Greek
άπλυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν πλένεται, άλουστος: Ήταν, φαίνεται, μέρες άπλυτος και βρομούσε. 2. λερωμένος, ακάθαρτος: Πήγε τα άπλυτα ρούχα στο πλυντήριο· φρ. «βγάζω τα άπλυτα στη φόρα», φανερώνω άγνωστες κακοήθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)